μεταστεγάζω

μεταστεγάζω
1. στεγάζω κάποιον σε άλλο οίκημα («η εταιρεία αγόρασε καινούργιο κτήριο με σκοπό να μεταστεγάσει τους υπαλλήλους της»)
2. (το μέσ.) μεταστεγάζομαι
αλλάζω σπίτι ή τόπο διαμονής («το υπουργείο μεταστεγάστηκε δύο τετράγωνα παρακάτω»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταστέγαση — η [μεταστεγάζω] στέγαση σε άλλο οίκημα, μετακόμιση («η μεταστέγαση τής επιχείρησής μας κρίθηκε αναγκαία λόγω τής ακαταλληλότητας τού κτηρίου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”